τοποκρατία

τοποκρατία
ἡ, Μ [τοποκρατῶ]
το να έχει κανείς στην εξουσία του έναν τόπο, μια περιοχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”